τσιπροφονιάς
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατσιπροφονιάς αρσενικό
- (λαϊκότροπο μειωτικό, ειρωνικό) που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες τσίπουρου
Μεταφράσεις
επεξεργασία τσιπροφονιάς
|