Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τσιμεντάς
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
τσιμεντ
άς
οι
τσιμεντ
άδες
γενική
του
τσιμεντ
ά
των
τσιμεντ
άδων
αιτιατική
τον
τσιμεντ
ά
τους
τσιμεντ
άδες
κλητική
τσιμεντ
ά
τσιμεντ
άδες
Κατηγορία
όπως «
ψαράς
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τσιμεντάς
<
τσιμέντ(ο)
+
-άς
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
t͡si.menˈdas
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τσιμεντάς
αρσενικό
(
επάγγελμα
) αυτός που φτιάχνει
τσιμέντο
ή καλύπτει μια
επιφάνεια
μ’ αυτό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τσιμεντάς