Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τσαρές οι τσαρέδες
      γενική του τσαρέ των τσαρέδων
    αιτιατική τον τσαρέ τους τσαρέδες
     κλητική τσαρέ τσαρέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσαρές < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική چاره (τουρκική çare) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσαρές αρσενικό

  • (ιδιωματικό) θεραπεία
    ※  Αχ...έκανε η μπάμπω. Αχ, φτωχό μου. Αχ ζαβάλικό μου. Όλα τ'άκουσα. Τσαρέ δεν έχει. Σήκω φεύγα. Τώρα που είναι νωρίς. ( Μενέλαος Λουντέμης, Ένα παιδί μετράει τ' άστρα. Αθήνα: Δίφρος, 1956 [μυθιστόρημα] )
    ※  Καὶ τότες ἤτανε ποὺ κατάλαβε πὼς τὸ μαχαίρι ἔφτασε πιὰ στὸ κόκαλο καὶ πὼς πρέπει νὰ γίνει τσαρές. Τσαρὲς πρέπει νὰ γίνει ἐδῶ πέρα, γιατὶ θὰ τρελαθοῦνε ὅλοι μαζί. (Ιορδανίδου Μαρία (1963). Λωξάντρα. Ελλάδα: Εστία, σελ. 173 @google.books)

  Μεταφράσεις επεξεργασία