Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσαούσω οι τσαούσες
      γενική της τσαούσως των τσαούσων
    αιτιατική την τσαούσω τις τσαούσες
     κλητική τσαούσω τσαούσες
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος.
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσαούσω < τσαούσης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσαούσω θηλυκό

→ δείτε τη λέξη τσαούσα