τσαούσης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσαούσης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τσιαβούσης, τσαούσιος (όψιμη μεσαιωνική)[1] < οθωμανική τουρκική چاوش (τουρκική çavuş) + -ης [2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /t͡saˈu.sis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσα‐ού‐σης
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσαούσης αρσενικό (θηλυκό τσαούσα)
- (στρατιωτικός βαθμός, παρωχημένο) λοχίας του οθωμανικού στρατού
- (μεταφορικά, οικείο) πεισματάρης, απαιτητικός άνθρωπος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- Τσαούς (προσωνύμιο)
- Τσαούσης (επώνυμο)
- τσαούσμπασης
Μεταφράσεις
επεξεργασία τσαούσης
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ τσαούσης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας