τσαντούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσαντούλα | οι | τσαντούλες |
γενική | της | τσαντούλας | — | |
αιτιατική | την | τσαντούλα | τις | τσαντούλες |
κλητική | τσαντούλα | τσαντούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τσαντούλα < τσάντ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσαντούλα θηλυκό
- υποκοριστικό του τσάντα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τσαντούλα
|