• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

τσαγιερό

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσαγιερό τα τσαγιερά
      γενική του τσαγιερού των τσαγιερών
    αιτιατική το τσαγιερό τα τσαγιερά
     κλητική τσαγιερό τσαγιερά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

τσαγιερό < τσάι

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

τσαγιερό ουδέτερο

  • (κουζινικά) → δείτε τη λέξη  τσαγερό
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=τσαγιερό&oldid=5564900"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Ιουνίου 2022, στις 20:20
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Ιουνίου 2022, στις 20:20.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie