τσαγερό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσαγερό | τα | τσαγερά |
γενική | του | τσαγερού | των | τσαγερών |
αιτιατική | το | τσαγερό | τα | τσαγερά |
κλητική | τσαγερό | τσαγερά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατσαγερό ουδέτερο
- η τσαγιέρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία τσαγερό
→ δείτε τη λέξη τσαγιέρα |