τσαγιέρα(1) επάνω σε σουβέρ
 
τσαγιέρα(2) γκαζιού
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσαγιέρα οι τσαγιέρες
      γενική της τσαγιέρας
    αιτιατική την τσαγιέρα τις τσαγιέρες
     κλητική τσαγιέρα τσαγιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσαγιέρα < τσάι + -ιέρα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσαγιέρα θηλυκό

  1. (κουζινικά) σκεύος που χρησιμοποιείται για το σερβίρισμα τσαγιού ή άλλου ζεστού ροφήματος
  2. (κουζινικά) κουζινικό σκεύος για το βράσιμο νερού, βραστήρας νερού

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία