τσαγάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσαγάκι | τα | τσαγάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | τσαγάκι | τα | τσαγάκια |
κλητική | τσαγάκι | τσαγάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσαγάκι < τσάι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσαγάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του τσάι
Μεταφράσεις επεξεργασία
τσαγάκι
|