Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τρολοκομείο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
τρολοκομεί
ο
τα
τρολοκομεί
α
γενική
του
τρολοκομεί
ου
των
τρολοκομεί
ων
αιτιατική
το
τρολοκομεί
ο
τα
τρολοκομεί
α
κλητική
τρολοκομεί
ο
τρολοκομεί
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τρολοκομείο
<
τρολ
+
-κομείο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τρολοκομείο
ουδέτερο
(
νεολογισμός
) (
αργκό
) (
σπάνιο
)
ιστοσελίδα
που έχει γεμίσει με
τρολ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τρολοκομείο