τριτεξάδελφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατριτεξάδελφος αρσενικό (θηλυκό τριτεξαδέλφη)
- που είναι τρίτος εξάδελφος κάποιου, που οι γονείς τους είναι δεύτερα ξαδέρφια, οι παππούδες τους πρώτα και οι προπαππούδες τους αδέρφια
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τριτεξάδελφος
|