↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τριτεξάδελφος οι τριτεξάδελφοι
      γενική του τριτεξαδέλφου
τριτεξάδελφου
των τριτεξαδέλφων
    αιτιατική τον τριτεξάδελφο τους τριτεξαδέλφους
τριτεξάδελφους
     κλητική τριτεξάδελφε τριτεξάδελφοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τριτεξάδελφος < τρίτος + εξάδελφος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τριτεξάδελφος αρσενικό (θηλυκό τριτεξαδέλφη)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία