Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τρινιτροτολουόλιο τα τρινιτροτολουόλια
      γενική του τρινιτροτολουολίου
τρινιτροτολουόλιου
των τρινιτροτολουολίων
    αιτιατική το τρινιτροτολουόλιο τα τρινιτροτολουόλια
     κλητική τρινιτροτολουόλιο τρινιτροτολουόλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρινιτροτολουόλιο < αγγλική trinitrotoluene < tri- (τρι-) + nitro + toluene

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τρινιτροτολουόλιο ουδέτερο ή 2,4,6-τρινιτροτολουόλιο ή τρινιτροτολουόλη», (σε συντομογραφία ΤΝΤ, Αγγλική ονομασία : trinitrotoluene)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία