Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τρικέρης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
1.3
Αναφορές
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
τρικέρ
ης
οι
τρικέρ
ηδες
γενική
του
τρικέρ
η
των
τρικέρ
ηδων
αιτιατική
τον
τρικέρ
η
τους
τρικέρ
ηδες
κλητική
τρικέρ
η
τρικέρ
ηδες
Κατηγορία
όπως «
μανάβης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τρικέρης
<
τρι-
+
κέρ(ας)
+
-ης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τρικέρης
αρσενικό
χαρακτηρισμός του
διαβόλου
(
ιδιωματικό
)
απατημένος
σύζυγος
[
1
]
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τρικέρης
Αναφορές
επεξεργασία
↑
Βραχιονίδου Μαρία,
Οι μειωτικοί/υβριστικοί όροι για τα ανδρικά ‘ελαττώματα’
στις διαλέκτους και τη ΝΕΚ
, (2016), Μελέτες για την ελληνική γλώσσα 36:
66-76
.