τριαστής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | τριαστής | οἱ | τριασταί |
γενική | τοῦ | τριαστοῦ | τῶν | τριαστῶν |
δοτική | τῷ | τριαστῇ | τοῖς | τριασταῖς |
αιτιατική | τὸν | τριαστήν | τοὺς | τριαστᾱ́ς |
κλητική ὦ! | τριαστᾰ́ | τριασταί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τριαστᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | τριασταῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατριαστής αρσενικό (άπαξ λεγόμενον)
- (αθλητισμός) ο αθλητής που νίκησε σε τρία αθλήματα του δρόμου: το στάδιο, το δίαυλο και τον οπλίτη δρόμο
- ※ ρνδ΄, Λεωνίδας Ῥόδιος τριαστής: στάδιον, δίαυλον, οπλίτην (*)
- Λεωνίδας ο Ρόδιος, στην εκατοστή πεντηκοστή τέταρτη (Oλυμπιάδα), (νικητής στο) στάδιο, τον δίαυλο και τον οπλίτη (δρόμο)
- ※ ρνδ΄, Λεωνίδας Ῥόδιος τριαστής: στάδιον, δίαυλον, οπλίτην (*)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Τριαστής στη Βικιπαίδεια
- H. A. Harris (1968). An Athletic ἅπαξ λεγόμενον. The Journal of Hellenic Studies, 88, pp 138-139. doi:10.2307/628679. [1]