τρεχαλητό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τρεχαλητό < τρέχω
Ουσιαστικό επεξεργασία
τρεχαλητό ουδέτερο
- το τρέξιμο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη τρέχω
Μεταφράσεις επεξεργασία
τρεχαλητό
→ δείτε τη λέξη τρέξιμο |
τρεχαλητό ουδέτερο
→ δείτε τη λέξη τρέξιμο |