τρεμιθιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τρεμιθιά | οι | τρεμιθιές |
γενική | της | τρεμιθιάς | των | τρεμιθιών |
αιτιατική | την | τρεμιθιά | τις | τρεμιθιές |
κλητική | τρεμιθιά | τρεμιθιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τρεμιθιά < τέρμινθος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
τρεμιθιά θηλυκό
- είδος φυστικιάς
Μεταφράσεις επεξεργασία
τρεμιθιά
|