τρεκάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τρεκάς | οι | τρεκάδες |
γενική | του | τρεκά | των | τρεκάδων |
αιτιατική | τον | τρεκά | τους | τρεκάδες |
κλητική | τρεκά | τρεκάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τρεκάς < {αγγλική Trekkie < Star Trek • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίατρεκάς αρσενικό (θηλυκό τρεκού)
- τρέκι
- ※ και όσοι αναγνωρίζουν τις λέξεις "Τρέκερ" ή "Τρεκάς" ξέρουν πως αναφέρονται στους φανατικούς θαυμαστές του Σταρ Τρεκ, στα Αγγλικά (Το Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό του Star Trek - Ορολογία - SFF.gr [1])
- ※ ένας τρεκάς φίλος μου με κατάφερε να αρχίσω να βλέπω The Next Generation (από μπλογκ, ανακτήθηκε 26/7/2022)
- ※ Αν και τυπικά "παιχνίδι" το λες, στην ουσία δεν είναι ακριβώς παιχνίδι, μιας και δεν έχει κάποιο συγκεκριμένο στόχο, κάτι που πρέπει να κάνεις. Το οποίο όμως το κάνει ακόμη πιο απολαυστικό! Ό,τι θα ήθελε ένας τρεκάς: να κάνει ανενόχλητος τη βόλτα του και να εξερευνήσει το Enterprise! (Star Trek Greece, A Greek Star Trek Forum Focused on the Original Timeline, ανακτήθηκε στις 26/7/2022 [2])