Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τραχανόσουπα οι τραχανόσουπες
      γενική της τραχανόσουπας
    αιτιατική την τραχανόσουπα τις τραχανόσουπες
     κλητική τραχανόσουπα τραχανόσουπες
Στα σύνθετα, η δύσχρηστη γενική πληθυντικού
που θα έληγε σε -ών (όπως στην κλίση «θάλασσα»)
τείνει να κρατάει σταθερό τον τόνο (όπως στην κλίση «αρθρίτιδα»)
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ένα πιάτο τραχανόσουπα

  Ετυμολογία επεξεργασία

τραχανόσουπα < τραχαν(άς) + -ό- + -σουπα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τραχανόσουπα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία