Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τρανφοβία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
τρανφοβί
α
οι
τρανφοβί
ες
γενική
της
τρανφοβί
ας
των
τρανφοβι
ών
αιτιατική
την
τρανφοβί
α
τις
τρανφοβί
ες
κλητική
τρανφοβί
α
τρανφοβί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τρανφοβία
<
αγγλική
transphobia
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τρανφοβία
θηλυκό
(
νεολογισμός
)
άλλη μορφή
του
τρανσφοβία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τρανφοβία
→
δείτε
τη λέξη
τρανσφοβία