τραντές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τραντές | οι | τραντέδες |
γενική | του | τραντέ | των | τραντέδων |
αιτιατική | τον | τραντέ | τους | τραντέδες |
κλητική | τραντέ | τραντέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίατραντές αρσενικό
- άλλη μορφή του αντραντές