Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τραμπουκοκρατία οι τραμπουκοκρατίες
      γενική της τραμπουκοκρατίας των τραμπουκοκρατιών
    αιτιατική την τραμπουκοκρατία τις τραμπουκοκρατίες
     κλητική τραμπουκοκρατία τραμπουκοκρατίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τραμπουκοκρατία < τραμπούκος + -κρατία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τραμπουκοκρατία θηλυκό

  • επικράτηση των τραμπούκων, της πρακτικής και των μεθόδων εκφοβισμού στην πολιτική ή κοινωνική ζωή

  Μεταφράσεις επεξεργασία