τραμπουκισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τραμπουκισμός < τραμπούκος + -ισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίατραμπουκισμός αρσενικό
- η θρασύτατη και βίαια συμπεριφορά που χαρακτηρίζει τον τραμπούκο
- ένα από τα βασικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν τις παρακρατικές οργανώσεις είναι οι τραμπουκισμοί των μελών τους κατά τη διάρκεια ειρηνικών διαδηλώσεων
Μεταφράσεις
επεξεργασία τραμπουκισμός