↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τραμπουκισμός οι τραμπουκισμοί
      γενική του τραμπουκισμού των τραμπουκισμών
    αιτιατική τον τραμπουκισμό τους τραμπουκισμούς
     κλητική τραμπουκισμέ τραμπουκισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τραμπουκισμός < τραμπούκος + -ισμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τραμπουκισμός αρσενικό

  • η θρασύτατη και βίαια συμπεριφορά που χαρακτηρίζει τον τραμπούκο
    ένα από τα βασικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν τις παρακρατικές οργανώσεις είναι οι τραμπουκισμοί των μελών τους κατά τη διάρκεια ειρηνικών διαδηλώσεων

  Μεταφράσεις

επεξεργασία