τραμβαγέρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tɾaɱ.vaˈʝe.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τραμ‐βα‐γέ‐ρης
Ουσιαστικό
επεξεργασίατραμβαγέρης αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία τραμβαγέρης
|
τραμβαγέρης αρσενικό
|