Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τραινάρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
τραινάρισμα
τα
τραιναρίσμα
τ
α
γενική
του
τραιναρίσμα
τ
ος
των
τραιναρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
τραινάρισμα
τα
τραιναρίσμα
τ
α
κλητική
τραινάρισμα
τραιναρίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τραινάρισμα
<
τραινάρω
+
-ισμα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τραινάρισμα
ουδέτερο
άλλη γραφή του
τρενάρισμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τραινάρισμα
→
δείτε
τη λέξη
τρενάρισμα