Ετυμολογία

επεξεργασία
τραινάρω < (άμεσο δάνειο) γαλλική traîner + -άρω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɾeˈna.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τραι‐νά‐ρω

τραινάρω, πρτ.: τραίναρα/τραινάριζα, αόρ.: τραίναρα/τραινάρισα (χωρίς παθητική φωνή)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία