Δείτε επίσης: Τραγουδάρα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τραγουδάρα οι τραγουδάρες
      γενική της τραγουδάρας
    αιτιατική την τραγουδάρα τις τραγουδάρες
     κλητική τραγουδάρα τραγουδάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τραγουδάρα < τραγούδι + μεγεθυντικό επίθημα -άρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τραγουδάρα θηλυκό

  • πολύ καλό, σπουδαίο τραγούδι
    Τα περισσότερα τραγούδια που έχει συνθέσει είναι μέτρια, αλλά έχει γράψει και μερικές τραγουδάρες που άφησαν εποχή.

Δείτε επίσης επεξεργασία