τράβα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τράβα | οι | τράβες |
γενική | της | τράβας | — | |
αιτιατική | την | τράβα | τις | τράβες |
κλητική | τράβα | τράβες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατράβα θηλυκό
- υποστήριγμα - δοκός στέγης, τεγίδα
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίατράβα
- β' ενικό προστακτικής ενεστώτα του ρήματος τραβάω
Εκφράσεις
επεξεργασία- τράβα απ΄ εδώ = φύγε!
- τράβα μπρος = προχώρα, ξεκίνα!
- τράβα για ... = πάμε για ... (συνηθέστερα εντολή σε οδηγό ταξί)
- τράβα κορδέλα = μέτρα απόσταση!
Μεταφράσεις
επεξεργασία τράβα
|