τουφεκισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατουφεκισμός αρσενικό ή τυφεκισμός
- η εκτέλεση θανατικής ποινής με τουφέκια από εκτελεστικό απόσπασμα
- H πρώτη εκτέλεση με τουφεκισμό στην Πάτρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία τουφεκισμός
|