τυφεκισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τυφεκισμός < τυφέκιον (εξελληνισμός του 20ου αιώνα για το τουφέκι)
Ουσιαστικό επεξεργασία
τυφεκισμός αρσενικό ή τουφεκισμός
- η τουφεκιά
- "ακούστηκε ένας τυφεκισμός" έγραφαν οι εφημερίδες του 1928
- η εκτέλεση θανατικής ποινής από εκτελεστικό απόσπασμα με τουφέκια
- "Απεφασίσθη η εκτέλεσις δια τυφεκισμού"
Μεταφράσεις επεξεργασία
τυφεκισμός
|