Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τουρλόπαπας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
τουρλόπαπ
ας
οι
τουρλοπαπ
άδες
γενική
του
τουρλόπαπ
α
των
τουρλοπαπ
άδων
αιτιατική
τον
τουρλόπαπ
α
τους
τουρλοπαπ
άδες
κλητική
τουρλόπαπ
α
τουρλοπαπ
άδες
Κατηγορία
όπως «
τραγόπαπας
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τουρλόπαπας
<
τούρλα
+
-ο-
+
παπάς
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τουρλόπαπας
αρσενικό
(
λαϊκότροπο
,
προφορικό
)
χοντρός
παπάς
(
λαϊκότροπο
,
προφορικό
,
πτηνό
)
τσαλαπετεινός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τουρλόπαπας