τορπιλλοσωλήν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | τορπιλλοσωλήν | οἱ | τορπιλλοσωλῆνες | ||||
γενική | τοῦ | τορπιλλοσωλῆνος | τῶν | τορπιλλοσωλήνων | ||||
δοτική | τῷ | τορπιλλοσωλῆνι | τοῖς | τορπιλλοσωλῆσι(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | τορπιλλοσωλῆνα | τοὺς | τορπιλλοσωλῆνας | ||||
κλητική ὦ! | τορπιλλοσωλήν | τορπιλλοσωλῆνες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'σωλήν' όπως «σωλήν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
τορπιλλοσωλήν αρσενικό