↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τορπίλλη οι τορπίλλες
      γενική της τορπίλλης των τορπιλλών
    αιτιατική την τορπίλλη τις τορπίλλες
     κλητική τορπίλλη τορπίλλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τορπίλλη (μαρτυρείται από το 1879) [1] → και δείτε τη λέξη τορπίλη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τορπίλλη θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 1001, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου