τοπούζι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τοπούζι | τα | τοπούζια |
γενική | του | τοπουζιού | των | τοπουζιών |
αιτιατική | το | τοπούζι | τα | τοπούζια |
κλητική | τοπούζι | τοπούζια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατοπούζι ουδέτερο
- Ροπαλοειδές όπλο (φτιαγμένο συνήθως από ξύλο ή μέταλλο) που απολήγει σε σφαιρική κεφαλή.
- Του άνοιξε το κεφάλι στα δύο χτυπώντας τον με το χρυσό τοπούζι.