Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τοξικότης αἱ τοξικότητες
      γενική τῆς τοξικότητος τῶν τοξικοτήτων
      δοτική τῇ τοξικότητι ταῖς τοξικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν τοξικότητα τὰς τοξικότητᾰς
     κλητική ! τοξικότης τοξικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τοξικότης (μαρτυρείται από το 1894) [1] < τοξικ(ός) + -ότης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τοξικότης, -ητος θηλυκό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 1000, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου