Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τοξικοφοβία οι τοξικοφοβίες
      γενική της τοξικοφοβίας των τοξικοφοβιών
    αιτιατική την τοξικοφοβία τις τοξικοφοβίες
     κλητική τοξικοφοβία τοξικοφοβίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τοξικοφοβία < τοξικός + -φοβία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τοξικοφοβία θηλυκό

  • φοβία για πιθανή επαφή με τοξικές ουσίες

  Μεταφράσεις επεξεργασία