τοκμάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τοκμάκι | τα | τοκμάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | τοκμάκι | τα | τοκμάκια |
κλητική | τοκμάκι | τοκμάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τοκμάκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική tokmak
Ουσιαστικό επεξεργασία
τοκμάκι ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
τοκμάκι
|