τιθασεύτρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τιθασεύτρια < τιθασευτής + κατάληξη θηλυκού -τρια < αρχαία ελληνική τιθασευτής < τιθασεύω
Ουσιαστικό
επεξεργασίατιθασεύτρια θηλυκό
- θηλυκό του τιθασευτής
Μεταφράσεις
επεξεργασία τιθασεύτρια
|