τηλοψία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τηλοψία | οι | τηλοψίες |
γενική | της | τηλοψίας | των | τηλοψιών |
αιτιατική | την | τηλοψία | τις | τηλοψίες |
κλητική | τηλοψία | τηλοψίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τηλοψία < τηλε- + -οψία < ὄψομαι, μέλλοντας του ὁράω, απόδοση του αγγλικού television
Ουσιαστικό
επεξεργασίατηλοψία θηλυκό
- η τηλεόραση (το μέσο)
- Πήγαινε να κάνεις το χαμομήλι του κυρίου και κλείσε την τηλοψία. (Μαντάμ Σουσού, διασκευή του ομώνυμου θεατρικού έργου του Δημ. Ψαθά, έτσι όπως παίχθηκε στο Κρατ. Θέατρο Βορείου Ελλάδος το 2012)
Μεταφράσεις
επεξεργασία τηλοψία
→ δείτε τη λέξη τηλεόραση |