τηλεφορτώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τηλεφορτώνω < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική télécharger. Μορφολογικά αναλύεται σε τηλε- + φορτώνω
Ρήμα
επεξεργασίατηλεφορτώνω
- (πληροφορική) μεταφέρω δεδομένα μέσω ενός τηλεπικοινωνιακού δικτύου προς τον υπολογιστή μου κάνοντας αποστολή και λήψη δεδομένων
- ⮡ Η σύνδεση είναι κακή - το αρχείο τηλεφορτώνεται αργά.
- ⮡ Μπορείς να τηλεφορτώσεις το φιλμ από αυτόν τον διακομιστή.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- τηλεφορτώνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)