τηλεπισκοπιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τηλεπισκοπιστής < τηλεπισκόπ(ηση) + -ιστής
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ti.le.pi.sko.piˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τη‐λε‐πι‐σκο‐πι‐στής
Ουσιαστικό επεξεργασία
τηλεπισκοπιστής αρσενικό (θηλυκό τηλεπισκοπίστρια)
- (αστρονομία, γεωλογία) άτομο που πραγματοποιεί τηλεπισκόπηση
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τηλεπισκοπιστής
|