• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

τηλεπισκοπιστής

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
    • 1.4 Συγγενικές λέξεις
      • 1.4.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τηλεπισκοπιστής οι τηλεπισκοπιστές
      γενική του τηλεπισκοπιστή των τηλεπισκοπιστών
    αιτιατική τον τηλεπισκοπιστή τους τηλεπισκοπιστές
     κλητική τηλεπισκοπιστή τηλεπισκοπιστές
όπως «νικητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

τηλεπισκοπιστής < τηλεπισκόπ(ηση) + -ιστής

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ti.le.pi.sko.piˈstis/
συλλαβισμός : τη‐λε‐πι‐σκο‐πι‐στής

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

τηλεπισκοπιστής αρσενικό (θηλυκό τηλεπισκοπίστρια)

  • (αστρονομία, γεωλογία) άτομο που πραγματοποιεί τηλεπισκόπηση

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • τηλεπισκόπηση

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    τηλεπισκοπιστής
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=τηλεπισκοπιστής&oldid=5003888"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Μαρτίου 2021, στις 10:05

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Μαρτίου 2021, στις 10:05.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie