τηλεπερσόνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατηλεπερσόνα θηλυκό
- (νεολογισμός, ειρωνικό) (αρσενικό ή θηλυκό) άτομο που θεωρείται ότι αποτελεί τηλεοπτική προσωπικότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία τηλεπερσόνα
|