↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τηλεπειρατεία οι τηλεπειρατείες
      γενική της τηλεπειρατείας των τηλεπειρατειών
    αιτιατική την τηλεπειρατεία τις τηλεπειρατείες
     κλητική τηλεπειρατεία τηλεπειρατείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τηλεπειρατεία < τηλε- + πειρατεία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τηλεπειρατεία θηλυκό

  • παράνομη εκπομπή ή λήψη σήματος ή αποκωδικοποίησή του για ακρόαση ή θέαση έργων χωρίς πληρωμή αντιτίμου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία