τηλεπειρατεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατηλεπειρατεία θηλυκό
- παράνομη εκπομπή ή λήψη σήματος ή αποκωδικοποίησή του για ακρόαση ή θέαση έργων χωρίς πληρωμή αντιτίμου
Μεταφράσεις
επεξεργασία τηλεπειρατεία
|