τζιτζίνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τζιτζίνα < σλαβικής προέλευσης за̏дњӣ / zadnji (πλάτη)
Ουσιαστικό
επεξεργασίατζιτζίνα θηλυκό
- (ιδιωματικό) το κουβάλημα κάποιου στην πλάτη
Συνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία τζιτζίνα
|