Ο Χριστός καλικούτσα στον Άγιο Χριστόφορο, για να περάσει χείμαρρο
 
Ομιλητής καλικούτσα σε άνθρωπο για να τον βλέπει το πλήθος

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καλικούτσα < λέξη αρβανίτικης προέλευσης [1] [2] λείπει η ετυμολογία

  Επίρρημα

επεξεργασία

καλικούτσα

  • καβάλα, ιππαστί, στην πλάτη άλλου ανθρώπου, συνήθως αναφέρεται με το παίρνω: «παίρνω καλικούτσα»
    ※  Αυτό είναι αγάπη! Να την παίρνει καλικούτσα για να μην κάψει τα πατουσάκια της (gossip-tv.gr)
    ※  ''ΔΕΣ ΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ να ζηλέψεις! Η Θυγατέρα ιππαστί, πάνω μου καβαλικευτά, καλικούτσα, ίσον δηλαδή «όταν οι παίδες επί των ώμων περιβάδην καθέζωνται», χαιρετά το Ιόνιο. (tovima.gr)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία