καλικούτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καλικούτσα < λέξη αρβανίτικης προέλευσης [1] [2] → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα
επεξεργασίακαλικούτσα
- καβάλα, ιππαστί, στην πλάτη άλλου ανθρώπου, συνήθως αναφέρεται με το παίρνω: «παίρνω καλικούτσα»
- ※ Αυτό είναι αγάπη! Να την παίρνει καλικούτσα για να μην κάψει τα πατουσάκια της (gossip-tv.gr)
- ※ ''ΔΕΣ ΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ να ζηλέψεις! Η Θυγατέρα ιππαστί, πάνω μου καβαλικευτά, καλικούτσα, ίσον δηλαδή «όταν οι παίδες επί των ώμων περιβάδην καθέζωνται», χαιρετά το Ιόνιο. (tovima.gr)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καλικούτσα
|