↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τζιντζερόσουπα οι τζιντζερόσουπες
      γενική της τζιντζερόσουπας
    αιτιατική την τζιντζερόσουπα τις τζιντζερόσουπες
     κλητική τζιντζερόσουπα τζιντζερόσουπες
Στα σύνθετα, η δύσχρηστη γενική πληθυντικού
που θα έληγε σε -ών (όπως στην κλίση «θάλασσα»)
τείνει να κρατάει σταθερό τον τόνο (όπως στην κλίση «αρθρίτιδα»)
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τζιντζερόσουπα < τζίντζερ (πιπερόριζα) + -ό- + -σουπα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τζιντζερόσουπα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία