τζιντζερόσουπα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τζιντζερόσουπα | οι | τζιντζερόσουπες |
γενική | της | τζιντζερόσουπας | — | |
αιτιατική | την | τζιντζερόσουπα | τις | τζιντζερόσουπες |
κλητική | τζιντζερόσουπα | τζιντζερόσουπες | ||
Στα σύνθετα, η δύσχρηστη γενική πληθυντικού που θα έληγε σε -ών (όπως στην κλίση «θάλασσα») τείνει να κρατάει σταθερό τον τόνο (όπως στην κλίση «αρθρίτιδα») | ||||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τζιντζερόσουπα < τζίντζερ (πιπερόριζα) + -ό- + -σουπα
Ουσιαστικό
επεξεργασίατζιντζερόσουπα θηλυκό
- (γαστρονομία) σούπα με κυρίαρχο στοιχείο βραστές ρίζες πιπερόριζας και άλλα λαχανικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία τζιντζερόσουπα
|