Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τζαρτζάρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
τζαρτζάρισμα
τα
τζαρτζαρίσμα
τ
α
γενική
του
τζαρτζαρίσμα
τ
ος
των
τζαρτζαρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
τζαρτζάρισμα
τα
τζαρτζαρίσμα
τ
α
κλητική
τζαρτζάρισμα
τζαρτζαρίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τζαρτζάρισμα
<
αγγλική
charge
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τζαρτζάρισμα
ουδέτερο
εφόρμηση, παρενόχληση του αντιπάλου με σωματική επαφή (ποδόσφαιρο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τζαρτζάρισμα