τζαναμπετιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τζαναμπετιά | οι | τζαναμπετιές |
γενική | της | τζαναμπετιάς | των | τζαναμπετιών |
αιτιατική | την | τζαναμπετιά | τις | τζαναμπετιές |
κλητική | τζαναμπετιά | τζαναμπετιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τζαναμπετιά < τζαναμπέτης
Ουσιαστικό επεξεργασία
τζαναμπετιά θηλυκό
- η συμπεριφορά του τζαναμπέτη, αθλιότητα
Μεταφράσεις επεξεργασία
τζαναμπετιά
|