τευτλοκαλλιέργεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τευτλοκαλλιέργεια < τεύτλ(ο) + -ο- + -καλλιέργεια
Ουσιαστικό
επεξεργασίατευτλοκαλλιέργεια θηλυκό
- καλλιέργεια τεύτλων
Μεταφράσεις
επεξεργασία τευτλοκαλλιέργεια
|
τευτλοκαλλιέργεια θηλυκό
|