τετραόβολο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατετραόβολο ουδέτερο,
- αρχαίο νόμισμα αξίας τεσσάρων οβολών, ή ίσο με δύο τρίτα της δραχμής
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τετραόβολο
|
τετραόβολο ουδέτερο,
|